Η Κοκό Σανέλ, η γυναίκα που θα έφερνε την επανάσταση στις ενδυµατολογικές συνήθειες εκατοµµυρίων γυναικών, ξεκίνησε κυριολεκτικά από το πουθενά, όµως κατάφερε χάρη στις διασυνδέσεις της και το ανατρεπτικό της πνεύµα να γίνει μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα.
H Γκαµπριέλ Σανέλ γεννήθηκε το 1883 στη Γαλλία και πήρε το όνοµά της από τη νοσοκόµα που την έφερε στη ζωή. Η µητέρα της, Ζαν Ντεβόλ, πέθανε από φυµατίωση όταν αυτή ήταν σε µικρή ακόµη ηλικία, ενώ ο πατέρας της, ασήµαντος πλανόδιος πωλητής, την εγκατέλειψε µαζί µε τα άλλα τέσσερα παιδιά του. Η µικρή κατέληξε σε ορφανοτροφείο και αργότερα σε σχολείο θηλέων, όπου εργάστηκε ως υπηρέτρια µε αντάλλαγµα την εκπαίδευσή της.
Στα είκοσί της εργαζόταν ως µαθητευόµενη σε ράφτη, ενώ τη νύχτα τραγουδούσε σε χορευτικά κέντρα, όπου απέκτησε το παρατσούκλι Coco. Εκεί έγινε η ερωµένη ενός Γάλλου αριστοκράτη και αργότερα ενός Άγγλου βιοµηχάνου, οι οποίοι την βοήθησαν να ανοίξει το 1909 ένα µαγαζί µε καπέλα και της βρήκαν πελατεία από την υψηλή κοινωνία. Σύντοµα τα απλά καπέλα της –σε αντίθεση µε αυτά της εποχής που ήταν ογκώδη, µε φτερά και στολίδια– έγιναν δηµοφιλή.
Όµως, οι φιλοδοξίες της ήταν σαφώς µεγαλύτερες και η Σανέλ άρχισε να δηµιουργεί χαλαρά ρούχα, ιδανικά για την σπορ καθηµερινότητα, ενώ επηρεασµένη από το γιότινγκ, έφτιαχνε ναυτικά µπουφάν, µαγιό, µπερέδες, ναυτικά παντελόνια και µπλούζες. Οι τιµές ήταν απλησίαστες, δείγµα της πελατείας στην οποία απευθυνόταν, αλλά και του ονόµατος που ήθελε να δημιουργήσει.
Η ίδια συνήθιζε να ντύνεται µε ανδρικά ρούχα –τα έπαιρνε από τις ντουλάπες των εραστών της και τα προσάρµοζε πάνω της– και συντηρούσε µάλλον την εικόνα ενός µικρού αγοριού. Σ’ αυτήν χρεώθηκε η εξαφάνιση των ασφυκτικών κορσέδων και η καθιέρωση ενός άνετου και κοµψού γυναικείου ρούχου, το οποίο µέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόµιο των ανδρών.
Η απελευθέρωση της γυναίκας που προέκυψε από αυτό το ανακάτεµα της τράπουλας, η οποία για πρώτη φορά αποπνέει δύναμη και θηλυκότητα, την έκανε διάσηµη και σύντοµα πολλές έσπευσαν να υιοθετήσουν το απαράµιλλο στυλ, το κούρεµα, το χτένισµα, ακόμη και το σκοτεινό της μαύρισμα, που απέκτησε κατά τη διάρκεια των διακοπών της στη γαλλική Ριβιέρα στη δεκαετία του 1920.
Τίποτα δεν βοήθησε περισσότερο την καριέρα της Σανέλ από τον Α´ Παγκόσµιο Πόλεµο, όταν οι περισσότερες γυναίκες αναγκάστηκαν –ελλείψει ανδρών– να κάνουν βαριές δουλειές. Τότε, τα παντελόνια της έγιναν ο κανόνας, ενώ ακόµη και οι αριστοκράτισσες που είχαν παραµείνει στο Παρίσι συµµορφώθηκαν µε τη νέα µόδα.
Στις 5-5-1922 έρχεται η µεγάλη επιτυχία µε το λανσάρισµα του αρώµατος Chanel No5 (το πρώτο που πήρε το όνοµα του σχεδιαστή του – το 5 ήταν το τυχερό της νούµερο), το οποίο θα κρατούσε ζωντανή τη φήµη της στις δύσκολες στιγµές που έµελλε να έρθουν. Λίγα χρόνια αργότερα, εισήγαγε την πλεκτή ζακέτα και το «µικρό µαύρο φόρεµα», που έμελλε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας γκαρνταρόμπας.
Η Σανέλ ήταν πια η µεγάλη κυρία της µόδας. Είχε φροντίσει να παραµένει πάντα στο επίκεντρο της δηµοσιότητας µε τα φανταχτερά πάρτι που οργάνωνε στην πολυτελή της έπαυλη, µε διάσηµους καλεσµένους όπως ο Στραβίνσκι, ο Νταλί, ο Πικάσο κ.ά., αλλά και µε την καυστική της γλώσσα έναντι των ανταγωνιστών της. Ενδεικτική ήταν η αιχμηρή της δήλωση για τον Ιβ Σεν Λοράν, ότι «διαθέτει εξαίσιο γούστο – όσο περισσότερο µε αντιγράφει, τόσο το γούστο του βελτιώνεται».
Κατά τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο, έκλεισε τον οίκο µόδας που είχε ανοίξει στη διάρκεια του Μεσοπολέµου, καθώς οι πελάτισσές της είχαν ήδη στραφεί σε άλλους σχεδιαστές, και αποσύρθηκε. Οι ερωτικές της σχέσεις µε Γερµανό στρατιωτικό αµαύρωσαν τη φήµη της, µε αποτέλεσµα µετά τη λήξη του πολέµου να µην γίνει δεκτή πίσω στη Γαλλία (πολλοί θεώρησαν τότε ότι είχε συνεργαστεί µε τους Γερµανούς) και να αυτοεξοριστεί στην Ελβετία.
Το 1954, µετά από πολλά χρόνια σιωπής, ξανάνοιξε τον οίκο της, όµως το κοινό την αντιµετώπισε µε αδιαφορία. Όλοι προµήνυαν το τέλος της 71χρονης πια Σανέλ, αφού µπροστά της είχε ένα ακόµη εµπόδιο, τον Κριστιάν Ντιόρ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γαλλικός τύπος την καταρρακώνει, εξευτελίζοντας λεκτικά τα σχέδια της και χλευάζοντας την ηλικία της. Όµως αυτή δεν είχε πει ακόµη την τελευταία της λέξη και κατάφερε για μία ακόμη φορά να επανεφεύρει τον εαυτό της, κάνοντας την επανάσταση µε τα ταγιέρ από χοντρά υφάσµατα και δύο τσέπες που κοσµούσαν χρυσά κουµπιά, καθώς και τα χαµηλότερα γυναικεία παντελόνια, τα οποία θα φορεθούν από τις σημαντικότερες γυναίκες της εποχής.
Παράλληλα µε την ενασχόλησή της µε τη µόδα, έρραψε κουστούµια για γνωστές θεατρικές παραστάσεις (η αµοιβή της λέγεται ότι έφθανε το ένα εκατοµµύριο δολάρια ετησίως – ενασχόληση που ωστόσο αποδείχθηκε βραχύβια καθώς πολλές στάρλετ της εποχής αρνήθηκαν τις υπηρεσίες της), ενώ το 1969 η αυτοβιογραφία της παρουσιάστηκε µε τη µορφή ταινίας, όπου πρωταγωνιστούσε η Kάθριν Χέπµπορν. Το µιούζικαλ «Κοκό» ήταν µία από τις ακριβότερες παραστάσεις στην ιστορία του αµερικανικού θεάτρου. Η ίδια η ιέρεια της μόδας, καυστική όπως πάντα, δήλωσε επίσημα ότι η Χέπμπορν, τότε στα 60 της, ήταν μάλλον άστοχη επιλογή να την υποδυθεί, μιας και ήταν «πολύ γερασμένη» για να την ενσαρκώσει στη σκηνή του Broadway.
Tα τελευταία χρόνια της ζωής της διατήρησε ένα χώρο πάνω από τον οίκο της, όπου υποδεχόταν παλιούς φίλους αλλά και νέους, όπως ο Μάρλον Μπράντο και η Ρόµι Σνάιντερ. Επίσης, έδινε συνεντεύξεις, µιλούσε για τις νέες τάσεις, τον έρωτα, την τέχνη και άλλα. Πάνω από όλα, όµως, παρέμεινε επί των επάλξεων µέχρι την ηµέρα που άφησε την τελευταία της πνοή, το 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδινή τουαλέτα της στοίχιζε τουλάχιστον 12.000 δολάρια.
Η Κοκό Σανέλ δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και από το κρεβάτι της πέρασαν αναρίθµητοι, διάσηµοι και µη, εραστές. Όταν κάποια στιγµή αρνήθηκε να παντρευτεί έναν πάµπλουτο δούκα, είχε δηλώσει: «Υπάρχουν πάρα πολλές δούκισσες, αλλά µόνο µία Κοκό»…